Κάθε φορά που ασχολείται κανείς με τη λαϊκή παράδοση και αυτή την μαγική ατμόσφαιρα της ελληνικής υπαίθρου που ήξερε να χρωματίζει τους μήνες και τις μέρες του ενιαυτού, αισθάνεται μία αδιόρατη μελαγχολία για πράγματα που χάθηκαν από εποχές που δεν διέθεταν ούτε ένα μικρό κλάσμα των μηχανών της χαράς -της δήθεν χαράς- που έχουμε σήμερα.
Μαζί, αισθάνεται και μία νοσταλγία για μια ιστορικές περιόδους που, καθώς δεν τις ζήσαμε, φαίνεται πως κυκλοφορούν στο αίμα μας, στο –τρόπον τινά- εθνικό μας DNA και σε ανύποπτες στιγμές αναδύονται και μας θυμίζουν. Και αφού το παρελθόν δεν επιστρέφει, επιστρέφει αυτή η νοσταλγία ως ένα μέτρο ποιότητας της χαράς και της κοινοτικότητας, που τόσο πια έχει φτηνύνει.
Ιδιαίτερα για τον Φεβρουάριο, δεν έχουμε κρατήσει έθιμα, τουλάχιστον σε ευρεία κλίμακα. Ο Ιανουάριος όλο και κάτι έχει να μας δώσει, τουλάχιστον μέσα στην πρώτη εβδομάδα του. Αυτό όμως το χρονικό κενό μέχρι τις Απόκριες θεωρείται πλέον για την συλλογική μας μνήμη μας περίοδος νέκρα από πλευράς εθίμων. Κι όμως, υπήρχαν πολλά έθιμα με νόημα αλλά και με σαφή την ανάγκη να ενισχυθούν οι δεσμοί της κοινότητας και να βρει το «ιερό» τρόπο να φτάσει μέχρι την καθημερινότητα.
Ο Φεβρουάριος αρχίζει με τρεις γιορτές που με ένα κοινό όνομα λέγονται Συμόγιορτα και τιμώνται πολύ από το λαό. Αυτές είναι του αγίου Τρύφωνα, της Υπαπαντής και του αγίου Συμεών (1-3 Φεβρουαρίου). Η πρώτη είναι κατεξοχήν αγροτική γιορτή. Ο άγιος Τρύφωνας θεωρείται φύλακας των αμπελιών και προστάτης των αγρών, καθώς πιστεύεται ότι έχει εξουσία εναντίον των ποντικών και τις κάμπιες. Γι΄ αυτό και στις εικόνες του παριστάνεται με κλαδευτήρι στο χέρι, ενώ στο κόλλυβο που καταθέτουν στην εκκλησία οι Αγχιαλίτες, είναι ζωγραφισμένος ο άγιος Τρύφωνας με το σταφύλι. Κηπουροί και αμπελουργοί κάνουν στην εκκλησία αγιασμό και αρτοκλασία με κόλλυβα. Από τον αγιασμό αυτό δεν πίνουν, ούτε τον παίρνουν μέσα στο σπίτι, αλλά μόνο ραντίζουν αμπέλια και κήπους.
Πολλές και διάφορες είναι και οι τοπικές συνήθειες. Π.χ. στην Ήπειρο κάμνουν κουλούρες και τις κυλούν στα αμπέλια, τα χωράφια και τους κήπους τραγουδώντας:
Τρύφωνα πολύκαρπε
έλα δω στ΄ αμπέλι μου
και στο χωραφάκι μου
να φάμε και να πιούμε.
Στη Στενήμαχο έσφαζαν βόδι (κουρμπάνι) για να ευχαριστήσουν τον άγιο και μοίραζαν τα κομμάτια στους κατοίκους. Μετά τη λειτουργία γινόταν και αγώνας πάλης στην πλατεία. «Παλεύουν δύο αντρειωμένοι και όποιος νικήσει παίρνει βραβείο ένα αρνί. Στον Δρυμό της Μακεδονίας, ταυτόχρονα με το ράντισμα, παραχωρούν και το «κλικούδ΄ τ΄ καλλ΄κάντζαρου» (που θυμιάζεται Χριστούγεννα, άη Βασίλη και Φώτα) και το κόκκινο αυγό της Μεγάλης Πέμπτης. Τα κόβουμε μικρά κομματάκια και το θάβουν στ΄ αμπέλια και στα γεννήματα).
Η Υπαπαντή γιορτάζεται σε ανάμνηση της συνάντησης του Συμεών με τον μικρό Ιησού (Λκ. 2,25), αλλά στη γλώσσα του λαού έγινε Αποπαντή, Πακουή ή Πακού, δηλαδή η Αγία που ακούει, η Παναγία. Λέγεται και Παναγία η Μυλιαργούσα, επειδή οι μύλοι αργούν «και να τους βάλεις μπροστά, σταματούν και δεν αλέθουν» (Κρήτη). Οι γεωργοί τιμούν τη γιορτή: τη φυλάνε για το χαλάζι (Αιτωλία) και κάνουν προβλέψεις σχετικά με τον καιρό, π.χ.
«Ότι καιρό κάνει της Υπαπαντής, θα κάνει 40 μέρες ύστερα (Αιτωλία) η όλον τον Φεβρουάριο» (Μάτραι Θράκης).
Αλλά στη δυτική Κρήτη
Όντον είναι καλή μέρα της Υπαπαντής, έχει πολύ χειμώνα πίσω»
Α άγιος Συμεών, κοινώς άγιος Συμιός, (που έδωσε το όνομά του και στις δύο προηγούμενες γιορτές, εξαιτίας της παρετυμολογίας του ονόματός του από το σημειώνω = κάνω σημάδι) τιμάται κατεξοχήν από τις έγκυες, που την ημέρα αυτή απέχουν από κάθε εργασία και παίρνουν ειδικές προφυλάξεις από φόβο, μην γεννηθεί το παιδί σημειωμένο.
Π.χ. στη Σύρο
«οι έγκυες γυναίκες το βράδυ, που θα πέσουν να κοιμηθούν την ημέρα εκείνη, πρέπει να βγάλουν τα ρούχα ανάποδα και να περάσουν ύστερα τα χέρια τους στις πλάτες ή στα μεριά τους, ώστε κι αν βγει τίποτα, να βγει πίσω και να μην φαίνεται».
Και παντού
«Τ΄ άη Συμιού δεν κόφτουνε με το μαχαίρι τίποτα, ούτε ψαλίδι ανοίγουν, ούτε ξύλα κόπτουνε με την τσεκούρα για τα σημεία, καμία έγκυο που ΄ναι, να μην πάθει το παιδί τίποτε».
Μια λαϊκή παροιμία λέει: «Η Παπαντή διώχνει τις γιορτές με τ΄ αντί», αυτό σημαίνει ότι στις αρχές του Φεβρουαρίου σταματούν οι γιορτές, που από τα Χριστούγεννα διαδέχονται η μία την άλλη. Σταμάτα τότε και η αργία και η σκόλη. Δύο όμως ακόμη γιορτές της 10ης και 11ης Φεβρουαρίου, του Αγίου Χαραλάμπους και του Αγίου Βλασίου, γιορτάζονται με μεγάλες τιμές και σεβασμό, προπάντων από τους αγρότες.
Ταύρος σφάζεται στο πανηγύρι του Αγίου Χαραλάμπους στο χωριό Αγία Παρασκευή της Λέσβου. Αλλά ο άγιος δεν λατρεύεται μόνο στους βοσκούς και γενικά τους κτηνοτρόφους. Θεωρείται ότι προστατεύει και από την πανώλη και πολλές είναι οι παραδόσεις οι σχετικές με την καταδίωξη της ασθένειας αυτής από τον Άγιο και τη σωτηρία πόλεων και χωριών από αυτόν. Γι΄ αυτό και ποικίλες είναι οι προσφορές και τα αφιερώματα στην εικόνα του. Κυρίως, του αφιερώνουν κάθε χρόνο η κάθε 3 ή 4 χρόνια, μία ποδιά ή ένα πουκαμισάκι, που κατασκευάζεται, με ολότελα μαγικό τρόπο, από μονομερίτικο πανί. Οι γυναίκες και τα κορίτσια τού χωριού μαζεύονται τη νύχτα σε ένα σπίτι και ξεκουκίζουν βαμβάκι και υφαίνουν. Το πανί που με αυτό τον τρόπο κατασκευάζεται μονόμερα, με πολλές μαγικές διατυπώσεις, έχει εξαιρετική μαγική δύναμη. Όπως φαίνεται, με μονομερίτικο πανί κατασκευάστηκε κάποτε, σε καιρό επιδημίας, πουκάμισο, από το οποίο θα πέρασαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Πετάχτηκε και η ασθένεια και σώθηκε το χωριό. Αυτό θα παρέμεινε συνήθεια ν αφιερώνεται ένα τέτοιο πουκάμισο στον άγιο Χαράλαμπο, που θεωρείται διώκτης της πανώλης.
Ο άγιος Βλάσιος θεωρείται ότι φυλάγει και προστατεύει από τον λύκο, το τσακάλι και τα άγρια ζώα. Γι΄ αυτό και οι χωρικοί έχουν αργία την ημέρα της γιορτής του (11 Φεβρουαρίου). Στην Πυλία, π.χ.
Δεν τυροκομάνε, δεν κάνουμε δουλειά στο σπίτι τους. «Όγοιος θέλει να δουλέψει παίρνει ένα σακούλι και ναι βελόνα και το ράφτει από πίσω του. Τότε ρωτάει ο άλλος: – Τι ράφτεις; -Ράφτω πέτρες και ακόνια/και του λύκου τα σαγίνια. Το λέει τρεις φορές και απέκει πάει και δουλεύει».
Στην Αιτωλία
τη φυλάνε οι γεωργοί, προπάντων δεν φορτώνουν τα ζώα, ούτε και οι γυναίκες φορτώνονται πάνω στα ξύλα, γιατί αυτός ο άγιος είναι μουσκαροπνίχτης, ανοίγει δηλαδή σε ποτάμια τα μοσχάρια τους, αν φορτωθούν.
Έθιμο της ημέρας αυτής είναι και η συνεστίαση αυτών που πηγαίνουν στην εκκλησία. Στο τραπέζι τοποθετούνται ειδικά φαγητά, π.χ. φαγητό από σιτάρι κομμένο, μαγειρεμένο με μέλι και βούτυρο, το λεγόμενο, στον Πόντο, Χασούλ, ή Μάη φαγητό από κρέας προβάτων η κατσίκας, που «θυσιάζονται» στον περίβολο της εκκλησίας. Στην Κέρκυρα μοιράζουν χειμωνικό (καρπούζι).
Βασική πηγή: Γ. Α. Μέγα, Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας, εκδ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ, Αθήνα 1992.
0 Σχόλια