Σύμφωνα με τα στοιχεία από τη Βικιπαίδεια: Γεννήθηκε στην Πύλο της Μεσσηνίας την 30η Οκτωβρίου 1888 σε αριστοκρατική και ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας του γιατρός Ηρακλής (1852–1919), διετέλεσε δήμαρχος από νεότατη ηλικία στην ευρύτερη περιοχή Πύλου επί σειρά ετών (1879 με 1895) και προξενικός πράκτορας της Γαλλίας στην πόλη, η δε μητέρα Μαριγώ ανήκε στο γνωστό τοπικό γένος των Καλογερόπουλων (αδελφή του Δημητρίου, βουλευτή, νομάρχη και Έλληνα πρόξενου στην Τύνιδα). Ο Κωστής ήταν ο μεσαίος αδελφός της μεγαλύτερης Ελένης και του Σταύρου (Λούλη), ο οποίος παραιτούμενος από πρωτοδίκης υπήρξε μεταξύ όσων το 1930 ίδρυσαν το αριστερού προσανατολισμού Αγροτικόν Κόμμα Ελλάδος (αρχικά υπό τον Ι. Σοφιανόπουλο) και βουλευτής μετά τις εκλογές του 1932 και 1933.
Τόπος καταγωγής τους φέρεται η γειτονική Μεθώνη, ενώ κλάδος συγγενών
στην Πάτρα (ασχολούμενων παλαιότερα με το εμπόριο σταφίδας) καταγράφεται
να έλκει τη δική του από τη Ζάκυνθο.
Ο προπάππους του Νικόλαος Τζικλητήρας (17;;–1840) εγκατέλειψε το ναυτικό
επάγγελμα του υπεύθυνου φορτίων (σουπερκάργκο) το 1814, για να
παραμείνει –ως δάσκαλος ελληνικών ανάμεσα σε άλλα– στη Βοστόνη όπου και
παντρεύτηκε Γαλλίδα. Σύντομα από το θάνατό της και όντας μέλος της
Φιλικής Εταιρείας τον ενημέρωσε για την επικείμενη Ελληνική επανάσταση,
εκποίησε την περιουσία τους ώστε το 1821 να επαναπατριστεί με το γιο
–επίσης– Νικόλαο και τη νεότερη κόρη, η οποία απεβίωσε εν πλω. Υπηρέτησε
σε τέσσερα σημεία της Πελοποννήσου από διοικητικές και στρατιωτικές
θέσεις (γενικός γραμματέας, λιμενάρχης, αστυνόμος), πριν αναλάβει το
1825 στην Ύδρα καθήκοντα αρχιγραμματέα της Β’ Μοίρας του ελληνικού
στόλου υπό το Γ. Σαχτούρη και δίπλα του μετάσχει με τη ναυαρχίδα “Αθηνά”
σε πολεμικές επιχειρήσεις. Το 1827 τοποθετήθηκε, με πρόταση του
τελευταίου, επιστάτης και αρχιφροντιστής στην Αίγινα “δια την διανομήν
της λείας πολέμου […] εις τας διαφόρους μονάδας” και αργότερα διορίστηκε
ειρηνοδίκης Νεοκάστρου (Νιόκαστρο, αλλιώς η Πύλος) έως σχεδόν το τέλος
της ζωής του. Ασαφή είναι ο χρόνος ή τα αίτια καθιέρωσης του
“Τσικλητήρας”, μορφή που και αυτή ανάγει στο λαϊκό όνομα του πουλιού
δρυοκολάπτης (τσικλητάρα). Πάντως, ο ολυμπιονίκης διέθετε ψηλόλιγνο σώμα
και μακριά κατατομή προσώπου με αδρή κυρτή μύτη, όπως ακριβώς
–τουλάχιστον– και ο πατέρας του.
Ο παππούς Νικόλαος ο νεότερος (1813 – 1895) εκλέχθηκε 5 φορές βουλευτής
τα χρόνια 1861 με 1875, ενώ και η σύζυγός του Αννέτα Μισυρλή του Άγγελου
καταγόταν από –ευπορότατη– οικογένεια Μεσσηνίων πολιτικών (την ίδια με
τη μητέρα του τραγικού πρωθυπουργού το 1941 Αλέξανδρου Κορυζή).
Απέκτησαν πέντε κόρες και δύο γιους: το φαρμακοποιό Διονύσιο και τον
πατέρα του άλτη, γιατρό, δήμαρχο και –όπως ο Νικόλαος β’– ταξιδιωτικό
πρόξενο της Γαλλίας στην Πύλο. Ο εγγονός του δεύτερου συνονόματος
Ηρακλής (του Σταύρου και ανιψιός του Κωστή) γέννησης το 1923, διετέλεσε
μέλος στο Συμβούλιο της Επικρατείας από το 1951 μέχρι τη συνταξιοδότησή
του το 1995 με βαθμό αντιπροέδρου. Τα δύο παιδιά του Σταύρος (Λούλης β’)
και Καλλιόπη είναι σήμερα νομικοί, ο δε πρώτος καθηγητής γαλλικού
πανεπιστημίου στο Δημόσιο δίκαιο. Ανώτατος δικαστικός, επίσης, υπήρξε
στο Ελεγκτικό Συνέδριο ο Γεώργιος Πράπας γιος της Ελένης Τσικλητήρα,
κόρης Νικολάου του νεότερου και πρώτης θείας του ολυμπιονίκη.
Εκτός από πολιτικούς, δικαστικούς, επιστήμονες νομικής και ιατρικής, η
οικογένεια έχει να επιδείξει και άλλους αθλητές πέραν του εξεταζόμενου. Ο
Λεωνίδας μετείχε πριν από εκείνον σε Ολυμπιακούς, συγκεκριμένα το 1896
ως αθλητής του μονόζυγου κατά τους εναρκτήριους της σύγχρονης περιόδου
στην Αθήνα.Η πλάκα του κοινού τους μνήματος στο Α΄ Νεκροταφείο Πατρών,
φέρει τους 5 κύκλους της ολυμπιακής σημαίας. Στο ίδιο κείτεται ο
κολυμβητής του τοπικού ΝΟ Πατρών Σπύρος Τσικλητήρας, β’ πανελληνιονίκης
πρόσθιου πριν και μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και στέλεχος εθνικής
αποστολής κολύμβησης για τους διμερείς αγώνες στη Χάιφα με αντίστοιχη
της Παλαιστίνης το 1947 (τελικά αναβλήθηκαν εξαιτίας προβλημάτων των
κατοίκων με τους Εβραίους εποίκους).
Ο Κωστής Τσικλητήρας καθιστός πρώτος από αριστερά αγωνιζόμενος με τον ΠΟΑ το 1908
Γόνος οικογένειας με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, γνώριζε αγγλικά και
γαλλικά, ενώ στα τέλη Απριλίου του 1905 εγκαταστάθηκε μόνος και σε
ηλικία 16½ ετών στην Αθήνα. Αναφέρεται ότι η μετακίνηση αποτέλεσε
πατρική επιλογή για σπουδές, όμως ο Αντώνης Δελώνης στη μυθιστορηματική
βιογραφία “Ταξίδι στη δόξα” –βασισμένη μεταξύ άλλων σε μαρτυρίες του
προαναφερόμενου ανιψιού του, Ηρακλή– κάνει λόγο περί ιδίας πρωτοβουλίας
του νεαρού. Αυτή έλαβε βέβαια την αποδοχή των γονιών, οι οποίοι
εμφανίζονται συγκαταβατικοί στις φιλοδοξίες του εξαρχής και σε όλη την
πορεία μέχρι την παγκόσμια καταξίωση. Η αθλητική ενασχόληση στο
υψηλότερο εγχώριο επίπεδο ήταν πάντως ο βασικός –εάν όχι ο
αποκλειστικός– σκοπός της ανόδου του στην πρωτεύουσα, οι δε
προσφερόμενες εκεί αυξημένες δυνατότητες για περαιτέρω μόρφωση
παρουσιάζονται μάλλον ως πρόφαση.
Νοίκιαζε χώρο σε οίκημα συγγενή του για επαρχιώτες φοιτητές επί της οδού
Φερών 16, μόλις 500 μέτρα από τις εγκαταστάσεις του Πανελλήνιου
Γυμναστικού Συλλόγου (Πεδίον του Άρεως), όπου εντασσόμενος αμέσως με την
άφιξη στην Αθήνα πραγματοποίησε την έναρξη της επίσημης αθλητικής του
σταδιοδρομίας. Αντίθετα, οι σπουδές χρειάστηκε να περιμένουν την έναρξη
του επόμενου διδακτικού έτους 1905-06 το Σεπτέμβριο και την εγγραφή στην
ιδιωτική (Εν Αθήναις) Βιομηχανική και Εμπορική Ακαδημία, πιο γνωστή ως
Ρουσσοπούλου, με λογιστικά και οικονομικά αντικείμενα. Τη φοίτηση
περιγράφει ο Δελώνης να διαρκεί και το 1910, γεγονός αναμενόμενο λόγω
της επικέντρωσης στον πρωταθλητισμό που είχε αποφέρει το 1908 δύο αργυρά
ολυμπιακά μετάλλια και ήδη από την προηγούμενη χρονιά πλήθος τίτλων
πανελληνιονίκη συνοδευόμενους με κατάρριψη εθνικών ρεκόρ. Ο νομικός και
ποιητής Γεώργιος Στρατήγης, είχε υπάρξει καθηγητής του στην Ακαδημία και
συνέγραψε ωδή για το θάνατο του νέου το 1913. Πριν το γεγονός και
αμέσως έπειτα τη δεύτερη δυάδα νικών (α’ και γ’) σε Ολυμπιακούς αγώνες
τον Ιούλιο του 1912, προσλήφθηκε τιμητικά από την Τράπεζα Αθηνών, όπου
δεν ανέλαβε υπηρεσία παρά επί 1½-2 μήνες πριν την εθελοντική του
κατάταξη για τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο. Πιστεύεται πως την περίοδο εκείνη
είχε αποφασίσει να αρραβωνιαστεί.
Σκληροτράχηλος και επίμονος ο Τσικλητήρας από παιδί, υπήρξε σύμφωνα με
τον Δελώνη ο φυσιολογικής κοινωνικότητας νέος, ενίοτε όμως και ηθελημένα
απόμακρος εξαιτίας της ολοκληρωτικής προσήλωσης στον αγωνιστικό στόχο,
αδιάφορος ή έστω συμβιβασμένος με τις απαραίτητες θυσίες σε οικογενειακό
και αισθηματικό επίπεδο. Χωρίς να πρόκειται για τον τύπο του
εγκεφαλικού αθλητή, δεν τον διακατείχε υπέρμετρο άγχος, με λογικές
εξαιρέσεις την αρχή της πορείας του και τους απαιτητικούς Ολυμπιακούς
αγώνες. Τις περιορισμένες φορές που συνέβη εντός Ελλάδας, αποδέχθηκε
δύσκολα την ήττα, ενώ με τις επιδόσεις του σπάνια έμενε ικανοποιημένος,
παραβλέποντας ότι ουσιαστικά έρχονταν ως συνέπεια του χαμηλού
ανταγωνισμού. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό πήγαζε από μία ιδιότυπη
αντίληψη διαχωρισμού μεταξύ νίκης και δόξας, μην θεωρώντας την πρώτη
αυτοσκοπό αλλά μέσο για την επίτευξη της δεύτερης. Στη δικαίωση άρα που
ζητούσε εναγωνίως, δεν αρκούσαν οι πανελλήνιες νίκες και χρειάζονταν
υψηλότατες επιδόσεις ώστε να ξεπεράσει τους ξένους, κύρια Αμερικάνους,
άλτες. Το κυνήγι της παγκόσμιας κορυφής αποτέλεσε από νωρίς το μοναδικό
του στόχο, η δε κατάκτηση της δόξας εξελίχθηκε κυριολεκτικά σε εμμονή.
Διέθετε αυτοπεποίθηση και εσωτερική δύναμη, ενώ φέρεται να είχε
παραδεχθεί πως είναι υπερβολικά φιλόδοξος, εγωιστής και υπερφίαλος,
χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του ως θεληματικό και πεισματάρη.
Τη στενότατη σχέση με το συναθλητή του στον Πανελλήνιο ΓΣ ολυμπιονίκη
ρίψεων τα 1904 και 1906 Νίκο Γεωργαντά, η οποία επανειλημμένα
σημειώνεται στο έργο “Ταξίδι στη δόξα”, υπογραμμίζει ακόμη ο Ε.Ν
Περδικέας στο δικό του “Η ιστορική Πύλος και ο ολυμπιονίκης Κωστής
Τσικλητήρας” του 1960. Ο “αδελφικός και αχώριστος φίλος”, φθασμένος
αθλητής και μέλος στο σύλλογο από το 1901 ή 1902, λειτούργησε ως πρότυπο
νικητή και αγωνιστικός εμψυχωτής του, ενώ όντας μεγαλύτερος μία σχεδόν
δεκαετία και δάσκαλος το επάγγελμα, βοήθησε κοινωνικά και στήριξε
συναισθηματικά τον νεαρό κατά την παραμονή μακριά από τη μικρή του πόλη.
Εντούτοις και εξαιτίας ίσως οικογενειακών καταβολών, ο άλτης δεν
φαίνεται να ταυτιζόταν με τις αντιβασιλικές και κυρίως ακραία
προοδευτικές –τότε αναρχικές– θέσεις εκείνου. Αναφορές του Δελώνη περί
συναναστροφής και με το συνομήλικό του τρίτο Έλληνα ολυμπιονίκη στίβου
της εποχής Μιχάλη Δώριζα, ελέγχονται ως προς την ακρίβεια δεδομένου ότι
αποτελούσε τον βασικό αντίπαλο του Γεωργαντά, το δε σωματείο του Εθνικός
ΓΣ του Πανελλήνιου.
Η χώρα προχώρησε σε επιχειρήσεις εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας
επίσημα στις 5 Οκτωβρίου 1912, με την έναρξη των πολεμικών προετοιμασιών
να τοποθετείται ήδη από το καλοκαίρι που ο Τσικλητήρας αναδεικνυόταν
στη Στοκχόλμη ολυμπιονίκης. Είναι ακαθόριστο πότε άρχισε η γενικευμένη
απόπειρα “προστασίας” του, εκείνος πάντως είχε ενημερώσει σχετικά τον
πατέρα του γραπτώς από τις 6 Σεπτεμβρίου, τονίζοντας παράλληλα τη δική
του ειλημμένη και τελική απόφαση να καταταγεί. Πιθανότερα την 27η του
μήνα παρουσιάστηκε εθελοντής στο Στρατολογικό Γραφείο Καλαμάτας και
εντάχθηκε στον 11ο Λόχο του 1ου Συντάγματος Πεζικού, προωθούμενος στη
μεγαλύτερη πόλη της τότε βόρειας ελληνικής μεθορίου Λάρισα, δηλαδή το
επιτελικό κέντρο των επιχειρήσεων. Κάποιοι σημειώνουν απόρριψή του σε
πρόταση παραμονής στο Φρουραρχείο Αθηνών, κατά τον ενδιάμεσο σταθμό της
μονάδας στην πρωτεύουσα.
Έλαβε το βαθμό έφεδρου λοχία, δεν υπάρχουν όμως αναφορές περί εμπλοκής
του στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Φημολογείται ότι το τελευταίο ήταν
επακόλουθο παρέμβασης του Πρίγκηπα Νικολάου, όχι αποκλειστικά βεβαίως
για να διαφυλαχθεί ο κορυφαίος Έλληνας αθλητής της εποχής (ο βασιλόπαις
διατελούσε μέλος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής), όσο το ηθικό
στρατεύματος και λαού από δυσμενές ενδεχόμενο στην υγεία ή και ζωή του
–πρόσφατου– ζωντανού θρύλου της φυλής. Αργότερα κατατάχθηκε στο 9ο
Σύνταγμα Καλαμάτας ο αδελφός του Σταύρος, ούτε 17 ετών, ο οποίος επίσης
έγινε αντικείμενο προστατευτικών ενεργειών και προωθήθηκε για το μέτωπο
της Ηπείρου μόνο κατόπιν τοποθέτησης του Κωστή σε τομέα πίσω εφεδρείας.
Αυτό συνέβη τις τελευταίες ημέρες του 1912, με διαταγή μετάθεσης για την
Αθήνα και το 1ο Σύνταγμα της μονάδας υποστήριξης Έμπεδα (σημερινά
κέντρα εκπαίδευσης εν καιρώ πολέμου). Κατά τον Δελώνη, η εξέλιξη
προκάλεσε στον Τσικλητήρα έντονη δυσαρέσκεια και αίσθημα ντροπής προς
τους συναδέλφους του που θα παρέμεναν να στελεχώνουν το λόχο, έστω και
μακριά από τις μάχες.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1913 (πρωί;) εμφανίζει υψηλό πυρετό, σπασμούς και
δύσπνοια, για να μεταφερθεί εσπευσμένα στο Πολιτικό Νοσοκομείο (τώρα
Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων). Σε ιατρικό συμβούλιο –παρουσία
εκπροσώπου του Πρίγκηπα Νικολάου– ο καθηγητής Λιβιεράτος, ανακοινώνει το
απόγευμα της επομένης τη διάγνωση σοβαρής περίπτωσης μηνιγγίτιδας
ιδιότυπης μορφής (φυματιώδη). Από την Πύλο κατέφθασαν μία ημέρα έπειτα,
όπως και ο Σταύρος που κρυοπαγήματα τον είχαν θέσει εκτός επιχειρήσεων
στην Ήπειρο. Παρότι “προς στιγμήν εθεωρήθη εκλιπών πας κίνδυνος”, η
κατάσταση επιδεινώθηκε το πρωί της 10ης Φεβρουαρίου και περιερχόμενος σε
λήθαργο, σύντομα (5 με 10 το βράδυ) ο 24χρονος κατόχος τεσσάρων
ολυμπιακών μεταλλίων εξέπνευσε. Τον 8ήμερο εκείνο, τελευταίο του, αγώνα
παρακολούθησε με συγκίνηση το Πανελλήνιο, φίλαθλο και μη.
0 Σχόλια