Μανιάκι Μεσσηνίας, δεκαετία του 1910
Ένας βοσκός με τον γιο του κινάν κατά το βοσκοτόπι τους. Μα να βοσκήσουν τα μαρτίνια τους, μα να οργώσουν τη γη. Κάποτε βάζουν το αλέτρι και ξεκινάν το όργωμα. Με την πρώτη αλετριά, κόκαλα ξεθάβονται. Κάνουν άλλη μία. Παντού κόκαλα. Παίρνουν να σπείρουν τη γη και πέφτουν πάνω σε λείψανα. Παντού βρίσκονται ανθρώπινα κρανία. Οστά ξεθωριασμένα που κάποτε σχημάτιζαν λεβεντόκορμα παλληκάρια. Οστά που ευλόγησαν τη γη στην οποία έπεσαν, τόσο ώστε να μην σκλαβωθεί ποτέ ξανά.
Είναι τα οστά των μαχητών αυτουνού του φανατικού, του παράφορου, του προκλητικού τύπου που -οποία έκπληξη! - ήταν συνάμα και παπάς. Παπαφλέσσα των φωνάζανε μα γεννήθηκε σαν Γρηγόριος Δικαίος.
Αυτουνού του αρχιμανδρίτη, του οποίου τα μάτια πετούσαν φλόγες, δεν του πήγαιναν οι εκκλησίες. Όσο ο Τούρκος μόλυνε τη ελληνική γη, ο Παπαφλέσσας με λυμένο το ζωνάρι έτοιμος για καβγά, πολεμούσε πότε πλάι στον Γέρο, πότε με τον Δημήτριο Υψηλάντη, πότε με άλλους καπεταναίους.
Και να που κάποτε, 20 του Μαγιού του 1825, φτάνει η βλογημένη ώρα, να κινήσει μονάχος του να διώξει την τουρκοσπορά από τον Μωρηά.
Ο Παπαφλέσσας καταφέρνει και μαζεύει μόλις 2000 μαχητές για ένα παράτολμο εγχείρημα. Να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ στην ανοιχτή πεδιάδα της Πύλου. Φτάνει στο Μανιάκι, φτιάχνει πρόχυρες οχυρώσεις, στήνει καραούλια και περιμένει τον οχτρό. Σαν φάνηκαν οι 10000 Αιγύπτιοι του Μπραήμη, οι πολλοί οι δικοί μας λακάνε. 300 παλληκάρια μένουν μόνα τους. Ο παπάς γίνεται θηρίο. Ανεβαίνει σε μια πέτρα και με έναν πύρινο λόγο, που έκαιγε πιότερο κι από τον ήλιο, ανάβει το αίμα των αγωνιστών τόσο που να αποκρούουν τις ριπές του αγαρηνού.
"Αδέλφια! ή πατρίδα καρτεράει από μας να δοξαστεί ξανά από τη νίκη μας!". Ο παπάς θυμίζει στους λιγοστούς του τις νίκες στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, τη Γράνα, στα Βέρβανα και την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη.
Μα πριν καλά-καλά τελειώσει την ομιλία του, μερικοί από τούς καπεταναίους «ίδόντες τον προφανή κίνδυνον» παρακινούσαν τον ανεψιό του Δημήτρη να του πει να κάνουνε γιουρούσι και διασπώντας τις γραμμές της εχθρικής καβαλαρίας να γλιτώσουν όσοι τούς ευνοήσει ή τύχη. Κανείς δεν τολμούσε να του το πεί κατά πρόσωπο. Τον σιμώνουν τότε ο Κεφάλας κι ο Παπα-Γιώργης, γνωστοί και οι δύο για την παλληκαριά τους, και του λένε, από μέρος όλων των καπεταναίων, πως αυτή στεκόταν ή τελευταία τους ευκαιρία να σωθούν. Ο Παπαφλέσσας σε αυτή την ανταρσία πιάνει τον Παπα-Γιώργη από τα γένια και τραβώντας τα του λέει:
- Μου τα ντρόπιασες, Παπαγιώργη!
Κανείς δεν έκανε πίσω. Όλοι μαζί, ρίχνοται σε αυτήν την λεωνίδειον μάχη με θάρρος και θράσσος στα αλήθεια. Κοιτάζουν τον εχθρό στα μάτια. Ο Ιμπραήμ προστάζει τον τακτικό στρατό να βγει μπροστά. Κατά κύματα επιτίθεται στον παπά και τους μαχητές του και σκορπάει τα ελληνικά καριοφίλια. Δεν ξαποσταίνουν πολύ και ένα νέο γενικό γιουρούσι διαλύει όσους έχουν απομείνει.
Κι ενώ ετοιμάζονταν να ξεχυθούν σε τρίτο γιουρούσι, ακούστηκε στα βορινά μια μπαταριά.
Είναι ο Πλαπούτας που φτάνει με 1500 παλληκάρια.
Ό Ιμπραήμ τότε, γυρεύοντας να προλάβει τη βοήθεια που ερχόταν, ρίχνει όλες του τις δυνάμεις πάνω στους δικούς μας. Αυτό ήταν. Ο τόπος όλος εκοκκίνησε από τα αίματα.
Ό σημαιοφόρος του Παπαφλέσσα, ο Δημήτρης από τη Χίο, για να μην πέσει ή σημαία η ιερή στα χέρια του εχθρού την σκίζει, τη χώνει στο στήθος του, σπάζει και το σταυρό του κονταριού και τον βάζει στο σελάχι του, και με το σπαθί στο χέρι σαν αστραπή χιμά πάνω στο τούρκικο ασκέρι. Μα τι παλληκάρια, τι Έλληνες!
Το σούρουπο, ήσαν όλοι νεκροί. Μαζί κι ο παπάς. Αυτός που πρώτος άρχισε τη σφαγή και τελευταίος σταμάτησε. Κείτεται ωχρός, ξαπλωμένος με μια πλατιά πληγή στο στήθος. Κρατά ακόμα το σπασμένο κομμάτι από το σπαθί του. Το κρατά σφιχτά, με έρωτα και με λύσσα.
Ο Μπραήμης φτάνει πάνω στην κορυφή του λόφου και κοιτά προς την πεδιάδα, σα να θέλει να μετρήσει την άθλια νίκη του. Στέκεται και παρατηρεί, με βλέμμα θλιμμένο θαρρείς, μετρά τα κορμιά των παλληκαριών αυτών που χάθηκαν. Κοιτάζει τις ωραίες τους μορφές, τα περήφανα μέτωπά τους... Με φωνή βροντερή γυρνά τους αχρείους του:
– Ποιος είναι ο Παπαφλέσσας;
Οι οδηγοί του τρέχουν και δείχνουν το ακέφαλο κορμί του παπά. Λίγο πιο πέρα πέτυχαν και το κεφάλι τού ήρωα.
-Σηκώστε τον μωρέ! Πλύντε τον! Πλύντε το το παλληκάρι!
Χώνουν στη γη ένα ψηλό παλούκι και στήνουν όρθιο τον σκοτωμένο δένοντάς τον πάνω σ' αυτό. Πλένουν τα αίματα από τα γένια του, συγυρίζουν τα ρούχα του τα σκισμένα και καταματωμένα και στερεώνουν το κορμί και το κεφάλι ώστε να παρέχει την εντύπωση ζωντανού ανθρώπου.
Τον στήνουν σ' ένα δέντρο.Τότε Μπραήμης πλησιάζει αργά προς το δέντρο, στέκεται και βλέπει σιωπηλός για πολλή ώρα το άπνοο σώμα του αντιπάλου και κάτω από το φως της σελήνης, που ανέτελλε εκείνη την ώρα αιματόχροη, κάτω απ' τα κλαδιά που φρικιούσαν πένθιμα, σηκώνεται στις μύτες των ποδιών του και τον φιλεί στο μέτωπο. Φιλεί τον όρθιο νεκρό με φίλημα σεβασμού και θαυμασμού.
Αυτόν το παπά, τον Παπαφλέσσα, και τους συναγωνιστές του, τον Μαυρομιχάλη, τον Δημήτρη Φλέσσα, τον Θανασούλη Καπετανάκη, τον Κουμουντουράκη, τα τρία παλληκάρια του παπα-Καλογερόπουλου, τον Κεφάλα, τον Παπαγιώργη Τσαλαφατίνα και τα υπόλοιπα παλληκάρια, ανέλαβαν να τους κηδέψουν τα αγρίμια και τα όρνια της περιοχής. Και το Μανιάκι πήρε κι αυτό τη δική του θέση στην Ελληνική Ιστορία και αγέρωχα μας θυμίζει και υπενθυμίζει αυτό το "απ'τα κόκαλα βγαλμένη" του κόμητος Σολωμού.
Κείμενο: Μωραΐτες εν Χορώ
0 Σχόλια